- στορά
- ἡ, Αυπόστρωμα από πέτρες, πάνω στο οποίο γινόταν η πλακόστρωση ναού.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στορ- τού στόρνυμι* (πρβλ. στορεύς)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Βαλίν, Γιόχαν Όλαφ — (Johan Olaf Wallin, Στόρα Τούνα 1779 – Ουψάλα 1839). Σουηδός επίσκοπος και ποιητής. Για πολύ καιρό ήταν πρωθιερέας της Στοκχόλμης και από το 1837 αρχιεπίσκοπος της Ουψάλα. Έγραψε περιστασιακά ποιήματα με τα αισθητικά κριτήρια και προτιμήσεις των… … Dictionary of Greek